ερυθρίνη

ερυθρίνη
(Εrythrina). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, με περίπου 50 είδη, που ευδοκιμούν σε θερμές και τροπικές χώρες. Είναι θάμνοι ή δέντρα, ενώ οι βλαστοί τους έχουν συχνά αγκάθια. Τα φύλλα τους είναι τριμερή και τα άνθη τους, μεγάλα και εντυπωσιακά, έχουν κόκκινο χρώμα. Τα φυτά αυτά ευδοκιμούν σε γόνιμα εδάφη με πολύ νερό και πολλαπλασιάζονται με σπόρια ή με μοσχεύματα. Τα πιο αξιόλογα είδη είναι η αλεκτορόλοφη της Βραζιλίας, η κομψή των Ινδιών και εκείνα του Τέξας (ΗΠΑ) και της Τζαμάικα. Η ερυθρίνη είναι ονομαστή για τα ιδιόμορφα άνθη της.
* * *
η
1. κρυσταλλική ένωση
2. θάμνος με ζωηρά κόκκινα άνθη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

  • χολερυθρίνη — η, Ν (βιοχ.) κρυσταλλική πορτοκαλόχρωμη χρωστική ουσία τής χολής, που αποτελεί κύριο μεταβολικό προϊόν αποικοδόμησης τής αιμοσφαιρίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + ερυθρίνη. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bilirubin] …   Dictionary of Greek

  • ερυθρόζη — Αλδόζη με χημικό τύπο CH2OH CHOH CHOH CHO. Υπάρχουν δύο ισομερείς ε., η L ε. και η D ε., που σχηματίζονται κατά την αποικοδόμηση των ανωτέρων σακχάρων. Η ρακεμική μορφή της D, L ε. λαμβάνεται από την οξείδωση του ανενεργού ερυθρίτη με νιτρικό οξύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”